- τόμος
- ο, ΝΜΑβιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.)νεοελλ.1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που απαρτίζουν αυτοτελές βιβλίο2. φρ. α) «συνοδικός τόμος»εκκλ. κείμενο πατριάρχη ή αρχηγού αυτοκέφαλης Εκκλησίας και τών συνόδων τους με το οποίο επιλύονται σοβαρά εκκλησιαστικά θέματαβ) «τόμος ενώσεως»εκκλ. η επίσημη απόφαση τής τοπικής συνόδου τής Κωνσταντινούπολης το 920, με την οποία απαγορεύθηκε η σύναψη τέταρτου γάμου στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησίααρχ.1. τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα («τόμος ἐκ πτέρνης», Βατραχομ.)2. δοκός, δοκάρι3. τεμάχιο γης4. χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή τυλιγμένο γύρω από ράβδο, κύλινδρος («τιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου», πάπ.)5. μτφ. δέλτος («ἐν καθαρῷ διανοίας τόμῳ», Πορφ.)6. φρ. «τόμος κυλίνδρου»μαθημ. τμήμα ορθού κυλίνδρου που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο παράλληλων πλάγιων τμημάτων (Αρχιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τομ- τής ρίζας τού ρ. τέμνω (βλ. λ. τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.